- άπταιστος
- η , ο [ος , ον ] безукоризненный; безошибочный, правильный (о письме, речи);
τα ελληνικά του είναι άπταιστα — по-гречески он говорит безупречно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ελληνικά του είναι άπταιστα — по-гречески он говорит безупречно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄπταιστος — not stumbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
άπταιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς σφάλματα, ο δίχως πταίσματα, ο άφταιγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπταιστότερον — ἄπταιστος not stumbling adverbial comp ἄπταιστος not stumbling masc acc comp sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστως — ἄπταιστος not stumbling adverbial ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπταιστον — ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστοτέρῳ — ἄπταιστος not stumbling masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστότατοι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστότεροι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστοις — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστοισι — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)